O καρκίνος του νεφρού (Renal Cell Carcinoma, RCC) αποτελεί την τρίτη συχνότερη κακοήθεια του ουροποιητικού συστήματος, με ποικίλη συχνότητα εμφάνισης μεταξύ γεωγραφικών περιοχών. Τελευταία, η συχνότητα εμφάνισης του RCC έχει αυξηθεί παγκοσμίως. Η αύξηση αποδίδεται στην εξέλιξη των τεχνολογιών απεικόνισης, αλλά και στην αυξημένη επίδραση παραγόντων κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, η παχυσαρκία, η υπέρταση και ο διαβήτης. Παράλληλα, η επαγγελματική έκθεση σε χημικές/τοξικές ουσίες σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης RCC. Οι ορμόνες παίζουν επίσης ρόλο, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο από την εμφάνιση του όγκου σε διπλάσια συχνότητα στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, αλλά και από την έκφραση του υποδοχέα ανδρογόνων στα RCCs.
Η πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ασυμπτωματική. Η κλασική τριάδα συμπτωμάτων (οσφυϊκός πόνος, αιματουρία και ψηλαφητή κοιλιακή μάζα) εμφανίζεται σε ποσοστό <10% των ασθενών. Το στάδιο της νόσου τη στιγμή της διάγνωσης είναι ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας. Σημαντικές παράμετροι αποτελούν επίσης το μέγεθος του όγκου και ο ιστολογικός του τύπος. Οι συχνότεροι ιστολογικοί τύποι του RCC είναι το διαυγοκυτταρικό καρκίνωμα (70-80%), το θηλώδες (10-15%) και το χρωμόφοβο (3-5%), ενώ οι υπόλοιποι ιστολογικοί τύποι είναι σπανιότεροι. Η θεραπεία εκλογής περιλαμβάνει μερική ή ριζική νεφρεκτομή. Η ακτινοθεραπεία δεν έχει θεραπευτικό ρόλο στα αρχικά στάδια και το αδενοκαρκίνωμα του νεφρού αποτελεί ένα από τα πιο ανθεκτικά νεοπλάσματα στα χημειοθεραπευτικά. Η ανοσοθεραπεία με χρήση ιντερφερόνης-α και ιντερευκίνης-2 είναι αναποτελεσματική, ενώ τελευταία, η στοχευμένη θεραπεία, βάσει μοριακών δεικτών, αποκτά υπόσταση. Η έλλειψη συμπτωμάτων και το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό ασθενών φέρουν μεταστάσεις τη στιγμή της διάγνωσης, καθιστούν αναγκαία την εύρεση κατάλληλων δεικτών για την πρόγνωση και διάγνωση της νόσου.
Οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις έδωσαν τεράστια ώθηση στην κατανόηση του μοριακού υποβάθρου για τα περισσότερα νεοπλάσματα. Η μελέτη ατόμων με οικογενειακό ιστορικό νεφροκυτταρικού καρκίνου και οικογενών RCC συνδρόμων συνέβαλε στην κατανόηση της γενετικής προδιάθεσης και στον εντοπισμό των εμπλεκόμενων γονιδίων και των υποκείμενων μηχανισμών δράσης τους. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, λόγω της ετερογένειας του νεφροκυτταρικού καρκίνου, δεν έχουν αναπτυχθεί βιοδείκτες με εφαρμογή στην κλινική πράξη. Η υγρή βιοψία που αναπτύσσεται τελευταία φαίνεται ένα πολλά υποσχόμενο υλικό για την εύρεση βιοδεικτών.
Το RenArray έχει ως στόχο την ανάπτυξη μιας μοριακής υπογραφής δεικτών που θα επιτρέψουν την πρόγνωση και έγκαιρη διάγνωση των ασθενών με RCC. Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιηθεί τεχνολογία μαζικής αλληλούχισης νέας γενιάς (NGS). Τα δεδομένα θα αναλυθούν με μεθόδους βιοπληροφορικής για την ανάπτυξη ενός αλγόριθμου με πιθανή εφαρμογή στην κλινική πράξη. Στην περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας παρατηρείται έξαρση των νεοπλασμάτων, μεταξύ των οποίων και ο νεφροκυτταρικός καρκίνος. Η ύπαρξη υψηλού αριθμού αγροτών που εκτίθενται σε χημικές/τοξικές ουσίες καθιστά αναγκαία τη χαρτογράφηση των RCC περιστατικών στη συγκεκριμένη περιοχή.

Στόχοι του RenArray
Ιατρικοί
-Εφαρμογή μοριακής υπογραφής γονιδίων για την πρόγνωση και έγκαιρη διάγνωση των ασθενών με καρκίνο νεφρού
-Παρακολούθηση της πορείας/υποτροπής της νόσου σε υλικό υγρής βιοψίας
Τεχνολογικοί
-Ανάπτυξη ενός τεστ και εφαρμογή στην κλινική πράξη
-Εφαρμογή μαζικής αλληλούχισης νέας γενιάς για ανίχνευση μεταλλάξεων κρίσιμων γονιδίων και μοριακή ταξινόμηση του καρκίνου νεφρού με σκοπό την περαιτέρω ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών
Κοινωνικοί
-Βελτιστοποιημένη διαχείριση/κατανομή των πόρων
-Μείωση του κοινωνικού κόστους λόγω αυξημένης ακρίβειας του προγράμματος εξατομικευμένου προσυμπτωματικού ελέγχου και μείωσης των μη-αναγκαίων θεραπευτικών χειρισμών
Επιχειρηματικοί
-Αξιοποίηση της Μοριακής Ιστοπαθολογίας, της Παθολογικής Ανατομικής και της Βιοπληροφορικής στην έγκαιρη πρόγνωση και διάγνωση του νεφροκυτταρικού καρκίνου